- οκνία
- ὀκνία, ἡ (Α) [όκνος (Ι)]τάση αποφυγής εργασίας, οκνηρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οκνιά — η τεμπελιά, οκνηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀκνία (πρβλ. εκκλησιά: εκκλησία, ευλογιά: ευλογία)] … Dictionary of Greek
οκνιάρης — α, ικο (συν. στον Ερωτόκρ.) ακαμάτης, τεμπέλης, οκνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οκνιά + κατάλ. άρης (πρβλ. ζαβολι άρης)] … Dictionary of Greek
ԴԱՆԴԱՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0594 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 11c, 12c գ. ὅκνος, ὁκνία, ὁκνηρία, νωθρία trdiras, segnities, cunctatio Յամրաշարժութիւն. հեղգութիւն. յուլութիւն. թուլութիւն. ձանձրութիւն. ծանրութիւն. տնտնալն, կամկարուաթիւն. ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)